thievery$82994$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

thievery$82994$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Theivery; Thievery (disambiguation)

thievery      
n. κλοπή, κλεψιά
petty thief         
  • Securing construction equipment against thieves
  • Two young [[waif]]s steal a fine pair of boots.
  • [[Bicycle]]s can occasionally be stolen, even when locked up, by removing the wheel or cutting the lock that holds them.
  • The Robbers Stone, [[West Lavington, Wiltshire]]. This memorial warns against thieving by recording the fate of several who attempted highway robbery on the spot in 1839
ACT OF TAKING ANOTHER'S PROPERTY WITHOUT PERMISSION OR CONSENT
Stealing; Thieves; Theft in English law; Grand theft; Stealer; Stealers; Petty theft; Petty thief; Thief; Theives; Theft of property; Thieving; Felony theft; Thefts; Thiefing; Capital theft; Theif; Petit theft; Theft in Islam
μικροκλέφτης

Ορισμός

Thievery
·noun That which is stolen.
II. Thievery ·noun The practice of stealing; theft; thievishness.

Βικιπαίδεια

Thievery

Thievery may refer to:

  • Theft
  • Thievery Corporation, a music band